ἀλημοσύνη

ἀλημοσύνη
ἀλημ-οσύνη, , ([etym.] ἄλη)
A wandering about, Man.4.34, D.P.716: in pl., A.R.2.1260 codd., Man.6.226.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλημοσύνη — ἀλημοσύνη, η (Α) [ἀλήμων]περιφορά, περιπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • ἀλημοσύνης — ἀλημοσύνη wandering about fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλημοσύνῃσιν — ἀλημοσύνη wandering about fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήμων — ἀλήμων ( ονος), ο, η (Α) 1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας 2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης 3. πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι». ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”